- σιππινόμεστος
- σιππινόμεστος, ον,A stuffed with tow,
προσκεφάλαια PMasp.6 ii 60
(vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσκεφάλαια PMasp.6 ii 60
(vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιππινόμεστος — ον, ΜΑ γεμάτος με σίππια, με στουπιά («σιππινόμεστα προσκεφάλαια», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίππινος (< σίππιον, άλλος τ. τού στυππεῖον «στουπί») + μεστός] … Dictionary of Greek